παράγγελμα

παράγγελμα
παράγγελμα, ατος, τό (Aeschyl., Thu.+; SIG 985, 12; 34; PAmh 50, 5; PLond III, 904, 36 p. 126 [A.D. 104]; PGM 4, 749; 1 Km 22:14; Philo; Jos., Ant. 16, 43, C. Ap. 1, 178; Just., D. 10, 2; Tat.) an order directing that someth. must be done, order, direction, instruction, precept, esp. of the edict of a ruler (Jos., Bell. 6, 383) 1 Cl 13:3 (w. ἐντολή). ποιεῖν τὰ τοῦ Χριστοῦ π. follow the precepts of Christ 49:1.—DELG s.v. ἄγγελος. M-M s.v. παραγγελία.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παράγγελμα — message transmitted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράγγελμα — το, ΝΜΑ [παραγγέλλω] 2. πρόσταγμα, διαταγή (α. «στρατιωτικό παράγγελμα» β. «τῶν τριηράρχων ἐχόντων παράγγελμα μὴ χωρίζεσθαι», Δημοσθ.) 2. επιταγή, εντολή, παραίνεση, συμβουλή, («ηθικό παράγγελμα») νεοελλ. (νομ.) (στο βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο)… …   Dictionary of Greek

  • παράγγελμα — το διαταγή, πρόσταγμα: Στις γυμναστικές επιδείξεις τα παραγγέλματα δίνονται από το μικρόφωνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγγελμάτων — παράγγελμα message transmitted neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγέλμασι — παράγγελμα message transmitted neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγέλμασιν — παράγγελμα message transmitted neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγέλματα — παράγγελμα message transmitted neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγέλματι — παράγγελμα message transmitted neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγέλματος — παράγγελμα message transmitted neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλευσμα — το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα) πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολή νεοελλ. ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίας αρχ. 1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή 3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για… …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”